ἐκθέσεων

ἐκθέσεων
ἐκθέσεω̆ν , ἔκθεσις
exposure
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • Ζάππας — Όνομα οικογένειας αγωνιστών και εθνικών ευεργετών από τη Βόρεια Ήπειρο. 1. Ευάγγελος (Λάμποβο, Βόρεια Ήπειρος 1800 – Μπροστένι, Ρουμανία 1865). Καταγόταν από οικογένεια εμπόρου, αλλά από 13 ετών κατατάχθηκε στον στρατό του Αλή πασά. Όταν έγινε 20 …   Dictionary of Greek

  • Πάξτον, Τζόζεφ — (Paxton, Sir Joseph, Γουόμπερν 1801 – Σάιντενχαμ 1865). Άγγλος αρχιτέκτονας. Ειδικεύθηκε από τα νεανικά του χρόνια στη σχεδίαση κήπων· εμπνεόμενος από τα γαλλικά θερμοκήπια από σίδερο και γυαλί, εφάρμοσε τις αρχές τους σε ανάλογες αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • επισκέπτης — ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες τής εκθέσεως») 2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του νεοελλ. τεχνίτης τής υπηρεσίας έλξεως… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ντιβερτιμέντο — (Μουσ.). Διάφορες μορφές μουσικής, ανάλογα με την εποχή, κατά κανόνα ζωηρές και εύθυμες. Σήμερα χαρακτηρίζει μια σύνθεση σε σοβαρό ύφος, αλλά ελεύθερη στη μορφή, όπως τα ν. του Μπάρτοκ, του Στραβίνσκι, του Προκόφιεφ. Στον 17o και 18o αι. ν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”